- κοίμισμα
- το [κοιμίζω]1. το να κοιμάται ή να κοιμίζεται κάποιος, η αποκοίμηση, το αποκοίμισμα2. μτφ. ξεγέλασμα κάποιου, η δόλια εξαπάτηση, το κορόιδεμα, η παραπλάνηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατευνασμός — ο (Α κατευνασμός) [κατευνάζω] νεοελλ. καθησύχαση, καταπράυνση, ηρέμηση, μαλάκωμα («ο κατευνασμός τής διχόνοιας») αρχ. το να οδηγεί κάποιος κάποιον στην κλίνη για να κοιμηθεί, το κοίμισμα … Dictionary of Greek